- προϊππάζομαι
- προϊππ-άζομαι, [tense] aor. -ασάμην,A = προϊππεύω, Plu.Publ.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προϊππάζομαι — Α προϊππεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἱππάζομαι «ιππεύω»] … Dictionary of Greek
προιππασαμένοις — προιππάζομαι aor part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προϊππασία — ἡ, Α [προϊππάζομαι] το να ιππεύει κανείς πριν από άλλους … Dictionary of Greek